- εκατεράκις
- ἑκατεράκις (Α)επίρρ.1. και τις δύο φορές2. και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑκατεράκις — at each time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)